παράγωγος

παράγωγος
-η, -ο / παράγωγος, -ον, ΝΜΑ [παράγω]
γραμμ. (ιδίως για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την προσθήκη παραγωγικής κατάληξης
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται από άλλον
2. το ουδ. ως ουσ. το παράγωγο
i) χημ. ένωση η οποία προέρχεται από άλλη με την αντικατάσταση υδρογόνου ή ομάδας ατόμων από άλλα άτομα ή ρίζες χωρίς μεταβολή τών αρχικών ιδιοτήτων («η βενζίνη είναι παράγωγο τού πετρελαίου»)
ii) γλωσσ. λέξη που παράγεται από άλλη
iii) (οικον.) υποπροϊόν
3. φρ. α) «παράγωγος συνάρτησης»
μαθ. διαφορική αναλογία τής μεταβολής μιας συνάρτησης σε σχέση με μια ανεξάρτητη μεταβλητή της
β) «παράγωγος συνόλου» — το σύνολο τών σημείων συσσώρευσης ενός συνόλου
γ) «παράγωγος συνάρτησης μερική»
μαθημ. παράγωγος μιας συνάρτησης πολλών μεταβλητών ως προς μερικές από αυτές
δ) «νιοστή παράγωγος συνάρτησης»
μαθημ. συνάρτηση που προκύπτει από την παραγώγιση μιας συνάρτησης κατά ν φορές
ε) «πλευρική παράγωγος συνάρτησης»
μαθημ. το όριο τού λόγου τής μεταβολής μιας συνάρτησης προς τη μεταβολή μιας ανεξάρτητης μεταβλητής της, όταν αυτή τείνει πλευρικά προς έναν σταθερό αριθμό, είτε από δεξιά (δεξιά παράγωγος) είτε από αριστερά (αριστερή παράγωγος)
αρχ.
1. αυτός που μετακινείται με ευκολία
2. αυτός που γίνεται κατά παρωδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραγωγός — misleading masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγός — ό / παραγωγός, όν, ΝΑ [παράγω] νεοελλ. 1. αυτός που παράγει κάτι, που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα προϊόν («χώρα παραγωγός αγροτικών προϊόντων») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η παραγωγός α) άτομο που εργάζεται στην παραγωγή, σε αντιδιαστολή… …   Dictionary of Greek

  • παράγωγος — η, ο αυτός που παράγεται από άλλον: Υπάρχουν λέξεις πρωτότυπες και παράγωγες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγωγός — ο, η (ουσ.), αυτός που παράγει, ο δημιουργός και κυρίως αυτός που παράγει καλλιεργώντας τη γη, ο γεωργός: Οι παραγωγοί περιμένουν με αγωνία κάθε χρόνο τον καθορισμό τιμής ασφαλείας για τα προϊόντα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγωγόν — παραγωγός misleading masc/fem acc sg παραγωγός misleading neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγοῖς — παραγωγός misleading masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγοί — παραγωγός misleading masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγοῦ — παραγωγός misleading masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγούς — παραγωγός misleading masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγέ — παραγωγός misleading masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”